- μεσεύει
- μεσεύωkeep the middlepres ind mp 2nd sgμεσεύωkeep the middlepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσεύω — (Α) [μέσος] 1. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο, κατέχω το μέσο μεταξύ δύο («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῑ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», Πλάτ.) 2. στέκομαι στη μέση («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος… … Dictionary of Greek